-
1 φλόγα
φλόξflame: fem acc sg -
2 φλόγ'
φλόγα, φλόξflame: fem acc sgφλόγε, φλόξflame: fem nom /voc /acc dual -
3 δαίω
δαίω (A), [voice] Act. only [tense] pres. and [tense] impf. (but ἔδευσε may be for ἔδαυσε [tense] aor. 1, cf. infr. 11, Berl.Sitzb. 1902.1098): —[voice] Pass., [tense] pres. and [tense] impf., Hom.: [tense] aor. 2 subj.Aδάηται Il.20.316
: also intr. in [tense] pf. 2 [voice] Act. δέδηα, [tense] plpf. δεδήειν (v. infr.); [dialect] Ep. part. fem.δεδᾰυῖα Nonn.D.6.305
: [tense] aor. part. (if not from δαίνυμι): also [tense] aor. 2 subj. δαβῇ, ἐκδαβῇ, Hsch.: [tense] pf. [voice] Pass. δέδαυμαι (v. infr. 11). (Δαϝ-ψω, cf. δε-δαυ-μένος, δαβελός, Skt. dunō óti 'burn'):—poet. Verb, light up, kindle, δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ she made fire burn from.., Il.5.4, cf. 7;ἐκ δ' αὐτοῦ δαῖε φλόγα 18.206
, cf. 227; soπῦρ καὶ φῶς δ. A.Ch. 864
(lyr.); : metaph.,δαῖε δ' ἐν ὀφθαλμοῖς.. πόθον A.R.4.1147
:—[voice] Pass., blaze, burn fiercely,ἐν πεδίῳ πῦρ δαίετο καῖε δὲ νεκρούς Il.21.343
; πυρὶ ὄσσε δεδήει blazed with fire, 12.466; blaze like fire,Od.
6.132; : mostly metaph. sense,μάχη πόλεμός τε δέδηεν Il.20.18
, al., cf. 12.35, 17.253; Ὄσσα δεδήει Rumour spread like wild-fire, 2.93; glowed,Emp.
130.2.II burn up,μῆρ' ἐπὶ βωμῶν Epigr.Gr.1035.20
(Pergam.); σάρκας ἔδευσε (sic) πυρί Berl.Sitzb. l.c.; τὰν χώραν δ. Decr.Byz. ap. D.18.90; use cautery, Hp.Haem.2 (very rare in Prose):—[voice] Pass., l.c.;μηρίων δεδαυμένων Semon.30
; ἐν ἔρωτι δεδ., prob. in Call.Epigr.50 (cf. ).------------------------------------δαίω (B),A divide:—[voice] Act. is not found in this sense (for [tense] aor. ἔδαισα v. δαίνυμι) , δαΐζω being used:—[voice] Pass., δαίεται ἦτορ my heart is torn, distracted, Od.1.48: [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] pf., Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται ib.23: —more freq. in [voice] Med., distribute,κρέα δαίετο 15.140
;κρέα πολλὰ δαιόμενος 17.332
;πήματα.. δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι Pi.P.3.81
; cf. δατέομαι. -
4 δέρκω
δέρκω ( δέρκεν: pf. δέδορκε(ν): med. δέρκομαι, -εται: aor. pass. pro med. δρακείς, -έντες, δρακεῖς(α))a look upon, see τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακείς, ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 3.λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος P. 3.85
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.3
c. acc. cogn., παρθένος ἀπύει, πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων δρακεῖσ' ἀσφαλές with secure gaze P. 2.20 ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν my gaze is bright N. 7.66 fragg. ]φλόγα δέρκομ[ Δ. 4b. 9. ] οδέρκεν ἐπομοσς[ (cf. Hesych. δέρκειν· βλέπειν: v. Page, P. M. G. 918c. 1) Πα. 22i. 1.b intrans. pf., shine, appear met.τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94
τίν γε μέν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84
βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.41
-
5 φλόξ
1 fireαἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' φλογὸς οὔ O. 7.48
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός P. 4.225
τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65
φλόγα δερκομ[ Δ. 4. b. 9. ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 6. -
6 βόσκω
Aβόσκε Il.15.548
: [tense] fut.- ήσω Od.17.559
, Ar.Ec. 590: [tense] aor.ἐβόσκησα Gp.18.7
: [tense] pf.βεβόσκηκα PMag.6.13
(iii B. C.):—[voice] Pass. and [voice] Med. (v. infr. 11); [dialect] Ion. [tense] impf.βοσκέσκοντο Od.12.355
: [tense] fut. βοσκήσομαι Sarap. in Plu.2.398d, [dialect] Dor.βοσκησεῦμαι Theoc. 5.103
: [tense] aor.ἐβοσκήθην Nic. Th.34
, Babr.89.7.I prop. of herdsmen, feed, tend,αἰπόλια Od. 14.102
;ταὦς Stratt.27
; ὁ βόσκων the feeder, Arist.HA 540a18.2 generally, feed, nourish, βόσκει γαῖα.. ἀνθρώπους Od.11.365
, cf. 14.325;γαστέρα βοσκήσεις 17.559
;πάντα βόσκουσαν φλόγα.. Ἡλίου S.OT 1425
; maintain, keep,ἐπικούρους Hdt.6.39
;ναυτικόν Th.7.48
; ; οἰκέτας ib. 1204, Herod.7.44: metaph.,β. νόσον S.Ph. 313
; πράγματα β. troubles, i.e. children, Ar.V. 313.II [voice] Pass., of cattle, feed, graze, Od.21.49, etc.;ξύλοχον κάτα Il.5.162
: c.acc., feed on,ποίην h.Merc.27
, 232, cf. A.Ag. 118 (lyr.), Arist.HA 591a16, al.; .2 metaph., to be fed or nurtured,ἰυγμοῖσι Id.Ch.26
(lyr.);κούφοις πνεύμασιν S.Aj. 558
; ; β. τινί or περί τι run riot in a thing, AP 5.271 (Paul. Sil.), prob. in 285 (Id.). (g[uglide]ō, cf. Lith. guotas 'herd'.) -
7 διωλένιος
A with stretched-out arms, Id. l. c.; δ. φλόγα πεύκας, of torches, upheld in both arms, AP l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διωλένιος
-
8 εἰλυφάζω
A = εἰλύω, only [tense] pres. and [tense] impf., roll along,ἄνεμος φλόγα Il.20.492
.II intr., roll or whirl about, of a blazing torch, Hes. Sc. 275.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰλυφάζω
-
9 κεραυνός
κεραυνός, ὁ,A thunderbolt,νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κ. Od.23.330
; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒκ. 14.305;Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12.416
; esp. as weapon of Zeus, Hes. Th. 854, etc.; forged by the Cyclopes, ib. 141;τὸν κ. τοῦ Διός Ar.Av. 1538
;καταιβάτης A.Pr. 361
; πυρωπός ib. 668;ὁ πυρφόρος κ. Id.Th. 445
;κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα Id.Pr. 922
;κ. ἀργής Ar.Av. 1747
(anap.); πτερόεις ib. 576;κεραυνοῦ βέλος A.Th. 453
(lyr.), S.Tr. 1088;ὁ κ. λάμπων πυρί Ar.Nu. 395
;κ., πτεροφόρον Διὸς βέλος Id.Av. 1714
; κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς .., X.HG4.7.7, Plu.Lyc.31: pl., κεραυνοί thunderbolts, Hes.Th. 690, Hdt.8.37, Epicur.Ep.2p.46U.; ποῦ ποτε κεραυνοὶ Διός; S.El. 823 (lyr.), cf. Ar.Pl. 125;τὰ τῶν κ. πτώματα Pl.Ti. 80c
; defined as ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς, i.e. thunder and lightning, Zeno Stoic.1.34.II metaph., κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν, of Pericles, Com.Adesp.10; τύπτειν κεραυνός a thunderbolt for striking, Antiph.195.4; Κεραυνός, as a name of great soldiers, Plu.Arist.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραυνός
-
10 κλονέω
κλον-έω, mostly in [tense] pres.: [tense] fut. - ήσω Ar.Eq. 361:—[voice] Pass. also mostly in [tense] pres.: [tense] fut.Aκλονήσομαι Hp.Genit.2
: [tense] aor. part.κλονηθέν Id.Nat. Puer.30
: ([etym.] κλόνος):—poet. Verb, used also in [dialect] Ion. and late Prose, as Ph. (v. infr.), Aq.Ge.45.24, al.: Hom. (only in Il.) drive tumultuously or in confusion,πρὸ ἕθεν κλονέοντα φάλαγγας Il.5.96
;ὥς τ' ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ' οἰῶν θῆρε δύω κλονέωσι 15.324
; of winds,νέφεα κλονέοντε πάροιθεν 23.213
, cf. Hes.Op. 553;κλονέων ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Il.20.492
;ὣς ἔφεπε κλονέων πεδίον 11.496
, cf. 526; Ἕκτορα δ' ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' 22.188; χερὶ κλονέειν τινά, of a pugilist, Pi.I.8(7).70; ; dub. sens. in Sapph.Supp.19.3: generally, harass, agitate,καί νιν οὐ θάλπος θεοῦ.., οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ S.Tr. 146
;τόνδε.. ἆται κ. Id.OC 1244
(lyr.), cf. Ar.Eq. 361;πάθη κ. τὴν ψυχήν Ph.1.589
; in physical sense,βῆχες κ. τὸν θώρηκα Aret.CA1.10
:—[voice] Pass., to be agitated, Hp. ll.cc., Morb.4.55.2 abs., of the winds, rage, D.P. 464.II [voice] Pass., rush wildly,ἵππους ἐχέμεν, μηδὲ κλονέεσθαι ὁμίλῳ Il. 4.302
; to be driven in confusion, , cf. 11.148, 14.59, etc.;λαίλαπι κλονεύμενοι Semon.1.15
; ;τὸ συμπόσιον ἐκλονεῖτο τῷ γέλωτι Luc.Asin.47
;κλονεῖσθαι τὴν γαστέρα Ael.NA2.44
.2 abs., to be beaten by the waves, (lyr.); παρὰ δ' ἰχθύες ἐκλονέοντο beside the fishes tumbled, Hes.Sc. 317; of bees, swarm,βομβηδὸν κ. A.R.2.133
: metaph.,κ. ἡ οἰκουμένη Ph.1.298
; to be shaken in credit, refuted,τὸ κεκλονημένον ῥῆμα Porph.Chr.35
. -
11 κοιμάω
Aκοίμησα Od. 12.372
:—[voice] Med., [tense] fut. - ήσομαι OGI383.43 (Commagene, i B.C.), D.H. 4.64, Luc.DDeor.4.4, etc.: [dialect] Ep. [tense] aor. κοιμήσατο, -αντο, Il.11.241, 1.476:—[voice] Pass., [tense] fut. - ηθήσομαι S.Fr.574.6, Luc.Asin.40, Alciphr.1.37.3, etc.: [tense] aor.ἐκοιμήθην Od.14.411
, al., E.Andr. 390, Pl.R. 571e, etc.: [tense] pf.κεκοίμημαι Aeschrio 8.2
, Luc.Gall.6:—lull, put to sleep,κοίμησον.. Ζηνὸς ὑπ' ὀφρύσιν ὄσσε φαεινώ Il.14.236
;ἦ με.. κοιμήσατε νηλέϊ ὕπνῳ Od.12.372
;βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳ A.Th.3
; put to bed,τὸν δ' αὐτοῦ κοίμησε Od.3.397
; of a hind,ἐν ξυλόχῳ.. νεβροὺς κοιμήσασα 4.336
.2 metaph., still, calm, ἀνέμους, κύματα, Il.12.281, Od.12.169; ;κύματος μένος Id.Eu. 832
;εὔφημον.. κοίμησον στόμα Id.Ag. 1247
; also, soothe, assuage,κοίμησον δ' ὀδύνας Il.16.524
; ᾧ (sc. φύλλῳ)κοιμῶ τόδ' ἕλκος S.Ph. 650
.II [voice] Med. and [voice] Pass., fall asleep, go to bed, Il.1.476, al., Hdt.1.9, etc.; of animals, lie down,κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Od.14.411
: c. acc. cogn., ποῖόν τινα ὕπνον ἐκοιμῶ; X.Hier.6.7; βαθὺν κοιμηθῆναι (sc. ὕπνον) Luc. DMar.2.3.2 metaph., ὅπως ἂν κοιμηθῇ [τὸ ἐπιθυμητικόν] Pl. l.c.3 of the sleep of death,κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον Il.11.241
;ἱερὸν ὕπνον κ. Call.Ep.11.2
: abs., fall asleep, die, S.El. 509 (lyr.), Aeschrio l.c.;ἐκοιμήθη μετὰ τῶν πατέρων LXX 3 Ki.2.10
, al., cf. PFay.22.28 (i A.D.), Ev.Matt.27.52, Ev.Jo.11.11, etc.; in epitaphs, IG14.1683, etc.; κ. τὸν αἰώνιον ὕπνον ib.929.4κοιμῶντο.. παρὰ μνηστῇς ἀλόχοισι Il.6.246
, cf. 250: hence, of sexual intercourse, lie with another, Od.8.295, Pi.I.8(7).23;οὔ τινι κοιμηθεῖσα Hes.Th. 213
;παρά τινι Hdt.3.68
; l.c.;μετά τινος Timocl.22.2
;ἀπὸ γυναικὸς ἀνὴρ τὰν νύκτα κοιμαθές Berl.Sitzb. 1927.157
([place name] Cyrene).6 of things, remain during the night, ; ἡ κιβωτὸς ἐκοιμήθη ἐκεῖ ib.Jo.6.10. -
12 παρακαλέω
II call in, send for, summon, Hdt.1.77, Ar.V. 215, etc.;σύμμαχον π. τινά Hdt.7.158
, cf. Th.1.119, Pl.Phd. 89c, etc.;π. ἑταίρους And.4.14
;π. τινὰ ἐς τὸν πόλεμον Hdt.7.205
, cf. D.18.24;π. τινὰ σύμβουλον X.An.1.6.5
;τινὰς εἰς συμβουλήν Pl.La. 186a
;συνήγορον Aeschin.2.184
; invoke the gods,τοὺς θεούς D.18.8
; περὶ τούτου τὸν θεόν (as medical adviser) IG42(1).126.31 (Epid., ii A. D.);τὸν Ἐνυάλιον X.HG2.4.17
;Διόνυσον εἰς τὴν τελετήν Pl.Lg. 666b
; [τοὺς θεοὺς] π. βοηθούς Arr.Epict.3.21.12
:—[voice] Pass., παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος, ' vocatus atque non vocatus', Th.1.118;- κληθέντες ἐς ξυμμαχίαν Id.5.31
; παρακαλουμένη ἀμύνειν being called upon to ward off, Pl.Lg. 692e;- κληθεὶς γυμνασιαρχῆσαι OGI339.53
(Sestos, ii B. C.).2 summon one's friends to attend one in a trial,π. τοὺς φίλους Is.1.7
, etc.; π. τινάς call them as witnesses, Lys.14.28;π. πάντας ἀνθρώπους D.34.29
:—[voice] Med., dub. in Lycurg.28:—[voice] Pass., παρακεκλημένοι summoned to attend at a trial, Aeschin.1.173.b summon a defendant into court, in [voice] Pass., PTeb.297.5 (ii A. D.), Mitteis Chr.71.5 (v A. D.).3 invite, ; εἰς (v.l. ἐπὶ)θήραν X.Cyr.4.6.3
; ἐπὶ τὸ βῆμα π. invite him to mount the tribune, Aeschin.3.72.III exhort, encourage,τάξις τάξιν παρεκάλει A.Pers. 380
, cf. Plb.1.60.5;π. τινὰ εἰς μάχην E.Ph. 1254
;τινὰ ἐπὶ τὰ κάλλιστα ἔργα X.An.3.1.24
;π. τὴν νόησιν εἰς ἐπίσκεψιν Pl.R. 523b
;πρὸς τὸ μνημονεύειν Isoc.3.12
: c. inf., E.Cyc. 156, X.An.5.6.19, Decr. ap. D.18.185:—[voice] Pass., Isoc.2.14;παρακέκληται ἡ διάνοια Arist.EN 1175a7
.3 excite,τινὰ ἐς φόβον E.Or. 1583
; ; incite, π. καὶ παροξύνειν ἐπί .. Epicur.Nat.54 G.; of things, foment,φλόγα X.Cyr.7.5.23
.IV demand, require,ὁ θάλαμος σκεύη π. Id.Oec.9.3
:—[voice] Pass., τὰ παρακαλούμενα proposals, demands, Philipp. ap. D.18.166sq., Plb.4.29.3.V beseech, entreat, Id.4.82.8, PTeb.24.46 (ii B. C.), etc.; π. τινὰ ἵνα .. Aristeas 318, Ev.Marc.8.22, Arr.Epict.2.7.11, etc.; ὅπως .. Ev.Matt.8.34: but ἐρωτῶ καὶ π. for δέομαι is condemned by Hermog.Meth.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαλέω
-
13 περικλάω
A twist round, bend, [ τὴν φλόγα] Thphr.Ign.53 ;τοὺς ἀγκῶνας LXX 4 Ma.10.6
: but usu. break off, [ τὰς δρῦς] Ael.VH9.18 ; τῷ κράνει π. τὸ ξίφος break it round the helmet, Plu.Sull.14 :—[voice] Pass.,περικεκλασμέναι ῥάβδοι Thphr.HP4.6.10
;περικλασθήσονται κλῶνες LXX Wi.4.5
;κολοσσὸς -κλασθεὶς ἀπὸ τῶν γονάτων Str.14.25
; περικλώμενα τοῖς αὑτῶν βρίθεσι bent and broken by.., Plu.Sull.12 ; περικεκλασμένον σχῆμα bent and bowed down, Id.2.878c ; of persons,τοῖς σώμασι -κλώμενοι Arist.Phgn. 813a16
, cf. Theoc.21.48 ; but also, arched,θώραξ Gal.18(1).420
;περικλώμενος κλύδων J.AJ15.9.6
.2 in Optics, refract, Cleom.2.1 ([voice] Pass.).II wheel an army round to the right or left, ἐπὶ δόρυ orἐπ' ἀσπίδα Plb.11.12.4
, cf. 11.23.2 ; also π. τὸν Τίβεριν ἐπὶ τὸ Κίρκαιον divert it, Plu.Caes.58.2 [voice] Pass., of missiles, ricochet, Ph.Bel.79.19.III τόποι περικεκλασμένοι rough, broken ground, Plb.12.20.6 ; so λόφοι περικεκλ. Id.18.22.9 ; οἰκίαι περικεκλ. houses on such ground, Id.9.26A.7 ;περικεκλασμένας λόφοις ἐρημίας Onos.6.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικλάω
-
14 πορφύρω
πορφύρω [ῡ], poet. Verb, only [tense] pres. and [tense] impf., of the sea, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ as when the huge seaA heaves, surges, swirls with dumb swell (i.e. with waves that do not break), Il.14.16, cf. Arat.158, Artem.2.23;ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει Arat.296
;διάνδιχα νηὸς ἰούσης δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον A.R.1.935
; of flame, [φλόγα] φονίῳ σβέσεν αἵματι πορφύρουσαν Id.4.668
:—later in [voice] Med., κἂν ἡ γαλήνη πορφύροιτο even in a gently heaving calm, Him.Or.31.2;εὔδια μὲν πόντος πορφύρεται AP10.14
(Agath.).2 metaph., πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε much was his heart troubled, Il.21.551, cf. Od.4.427, 572, 10.309; though others take it trans., his heart brooded, pondered on many things, as in Q.S.2.85, al., Epic. ap. Suid.: abs., ponder, A.R.3.456; π. οἷον.. ib. 1161.II after Hom., grow red, of a river, καὶ τὺ δὲ Κρᾶθι οἴνῳ πορφύροις may'st thou flush with wine, Theoc.5.125 (= βλύζοις Sch., i.e. signf. 1.1; prob. both senses are meant); ;αἰδοῖ π. παρήϊον Q.S.14.47
;πορφύρων βότρυς AP9.249
(Maec.); δαίδαλα πορφύρων, of the tiger's skin, Opp. C.3.347; of ringlets,ὑακίνθοις.. ὅμοια πορφύροντες Luc.Am.26
, cf. Him.Or.1.19; γῆ π. ἄνθεσι ib.13.7.2 trans., dye red,χεῖρας φόνῳ Nonn.D.44.106
:—[voice] Pass., [οἴνῳ] πορφύρετο πέτρη ib.45.308, etc. ( πορφῠρ-yw, redupl., cogn. with Lat.fervere, fermentum, OE. beorm 'barm, froth on fermenting malt liquors, yeast'; for the sequence of meanings cf. English flush (1) 'flow suddenly in great volume', (2) of blood, 'rush to the cheeks', (3) of the cheeks, etc., 'become red'; cf. πορφύρεος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφύρω
-
15 προσαιθρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαιθρίζω
-
16 σβέννυμι
σβέννῡμι, Hdt.2.66, Pl.Lg. 835e, etc.; [full] σβεννύω, Pi.P.1.5, Hp.Acut. 54, Thphr.Ign.19, etc.: [tense] impf.Aἐσβέννυον Paus.4.21.4
: [tense] fut. σβέσω App BC2.68, ([etym.] κατα-) A.Ag. 958, E.IT 633; [dialect] Ep. σβέσσω Orac. ap. Hdt. 8.77, Theoc.23.26: [tense] aor.ἔσβεσα Il.16.293
(tm.), S.Aj. 1057, Ar.Av. 778 (lyr.); [dialect] Ep. inf.σβέσσαι Il.16.621
; [dialect] Ion. inf.κατα-ς βῶσαι Herod. 5.39
: [tense] pf. and [tense] aor. 2, v. infr.:—[voice] Med., [tense] fut. σβήσομαι ([etym.] ἀπο-) Pl.Lg. 805c: [tense] aor.σβέσαντο Q.S.1.795
:—[voice] Pass., Hes.Op. 590: [tense] fut.σβεσθήσομαι Gal.7.17
: [tense] aor.ἐσβέσθην Hp.Acut.
(Sp.) 26, ([etym.] κατ-) X.HG5.3.8; [dialect] Ep.συν-έσβετο Opp.H.2.477
, etc.: [tense] pf.ἔσβεσμαι Longin.21.1
, Ael.NA9.54, etc., ([etym.] ἀπ-) Hp.Int.43:—besides these, [tense] aor. 2 and [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Act. are used intr.,ἔσβην Il.9.471
, ([etym.] ἀπ-) E.Fr. 971, ([etym.] κατ-) Hdt.4.5; imper. σβῆτε (trans.) Sophr. in Stud.Ital.10.123; part.ἀπο-σβείς Hp.Epid.4.31
: [tense] pf. ἔσβηκα ([etym.] ἀπ-) X.Cyr.8.8.13, ([etym.] κατ-) A.Ag. 888: [tense] plpf. ἐσβήκει ([etym.] ἀπ-) Pl.Smp. 218b:—quench, put out, used by Hom. in the literal sense only in compd. κατα-σβέννυμι (q.v.);σ. τὸ καιόμενον Hdt.2.66
;κεραυνόν Pi.P.1.6
;φλόγα Th.2.77
, A.R.4.668.3 generally and metaph., quench, quell, check,κεῖνός γ' οὐκ ἐθέλει σβέσσαι χόλον Il.9.678
;ἀνθρώπων σβέσσαι μένος 16.621
;ὕβριν Simon.
( 132) ap.Hdt.5.77, cf. Orac. ap. eund.8.77, Heraclit.43, Pl.Lg. 835e; ;ὡς φόνῳ σβέσῃ φόνον E.HF40
;ἔσβεσε κύματα νήνεμος αἴθρη Ar.Av. 778
;σ. αὔξην καὶ ἐπιρροήν Pl.Lg. 783b
; τὸν θυμόν ib. 888a; καῦμα (in the bowels) Hp.Acut.54;ὁ βορέας σ. τὴν θερμότητα Arist.Mete. 347b4
; λιθάργυρον ὄξει ἢ οἴνῳ ς. cooling it, Dsc.5.87; ὕδατι δίψαν ς. A.R.3.1349; σ. τυραννίδα Epigr. ap. Plu.Lyc.20;κλέος AP9.104
(Alph.); Ἑλλάδα φωνήν ib. 451; regard as extinguishable,ταύτας τὰς δυνάμεις Plot.6.4.10
.II [voice] Pass. σβέννυμαι (with intr. tenses of [voice] Act., v. supr.), to be quenched, go out, of fire,οὐδέ ποτ' ἔσβη πῦρ Il.9.471
; of inflamed pustules, go down, disappear, Hp.Acut. (Sp.) 26; ἰχθύων.. ᾠὰ μετὰ ἁλῶν σβεσθέντα (s.v.l.)καὶ ἐποπτηθέντα Diph.Siph.
ap. Ath.3.121c: metaph. of men, become extinct, die, AP 7.20 (Simon.?); of a city, ib.9.178 (Antiphil.).2 of liquids, run dry, ;πηγαί AP9.128
;αἷμα Plu.2.49d
; αἶγες σβεννύμεναι goats which are going off their milk, Hes.Op. 590.3 generally, to be quelled or lulled, of wind,οὐδέ ποτ' ἔσβη οὖρος Od.3.182
; of sound,σβέννυτο θωρήκων ἐνοπή Tryph.10
: metaph.,τὸ μάχιμον σβεννύμενον ὑπὸ γήρως Plu.Pomp.8
; ἐσβέσθη Νίκανδρος his charm is quenched, AP12.39; of an orator, D.H.Pomp. 4;ἐσβέσθη τὰ φίλτρα AP7.221
, cf. Philostr.VA1.33, Longin.21.1; of legal proceedings, to be cancelled,διὰ τὸ ἐσβέσθαι πᾶν σπέρμα δίκης PMonac.1.43
(vi A.D.). (I.-E. zg[uglide]es-, cf. ζείναμεν· σβέννυμεν, Hsch., Lith. gèsti 'to be extinguished'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σβέννυμι
-
17 σπείρω
Aσπείρεσκον Hdt.4.42
: [tense] fut.σπερῶ E.El.79
, Pl.Phdr. 276d; [dialect] Aeol. σπέρσω Sch.E.Hec. 202: [tense] aor. (lyr.), Hdt.7.107, Pl. Ti. 41c: [tense] pf.ἔσπαρκα Polyaen.2.1.1
, etc.:—[voice] Med., [tense] aor. inf.σπείρασθαι A.R.3.1028
; [tense] aor. 2 σπαρέσθαι dub. l. in Polyaen.8.26:—[voice] Pass., [tense] fut.σπᾰρήσομαι LXX Na.1.14
, ([etym.] δια-) D.S.17.69: [tense] aor. ἐσπάρην [ᾰ] S.OT 1498, Th.2.27: [tense] pf. , Ar.Ra. 1206, Pl.Lg. 693a, etc.:— sow,I sow seed, c. acc., [ κέγχρους] Hes.Sc. 399;σῖτον Hdt.4.17
; ; of Cadmus,σ. γηγενῆ στάχυν Id.Ba. 264
(so in [voice] Med.,σπείρασθαι ὀδόντας A.R.3.1028
): abs., sow, Hes.Op. 391; opp. θερίζω, Ar.Av. 710, etc.: metaph., θερ. καὶ σ. ταῖς γλώσσαις, of corrupt orators, ib. 1697 (lyr.);καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Pl.Phdr. 260d
; : prov., εἰς πέτρας τε καὶ λίθους ς. Pl.Lg. 838e; σ. κατὰ πετ ρῶν, i.e. εἰς πέλαγος (cf.σπέρμα 1.1
), Luc.Am. 20.2 engender, beget offspring (cf. 11.2), S.Aj. 1293, Tr.33, E. Ion 49, etc.; οἱ σπείραντες the parents, IG3.1339, cf. 14.1794 ([place name] Rome); ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα ς. Pl.Lg. 841d:—[voice] Pass., spring or be born,ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη S.OT 1498
, cf. E. Ion 554 (troch.), Pl.R. 460b; πρὸ τοῦ Ζήνωνα.. σπαρῆναι before Z. was begotten, Phld.Rh.2.110 S.3 scatter like seed, strew,χρυσὸν καὶ ἄργυρον Hdt.7.107
;σ. φλόγα Trag.Adesp.85
; of liquids, scatter or sprinkle,ἐκ τευχέων σ. δρόσον E.Andr. 167
; spread abroad, extend,σ. ἀγλαΐαν νάς ῳ Pi.N.1.13
; spread rumour,σ. ματαίαν βάξιν S.El. 642
; μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα do not speak of it indiscriminately, Id.Fr. 653:—[voice] Pass., to be scattered or dispersed, ἐσπαρμένος κατὰ.. πόλιν, of the ashes of Solon scattered over Salamis, Cratin.228; ; of persons,ἐσπάρησαν καθ' Ἑλλάδα Th.2.27
;ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγήν X.HG3.4.22
; κατὰ χώραν ib.6.2.17;ἔσπαρται λόγος E.Fr. 846
ap.Ar.Ra. 1206.II sow a field, ; γῆν, τέμενος, πεδιάδα, Hdt.4.42, 9.116, 122; ; ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος the arable part of Egypt, Hdt.2.77; ; : prov., πόντον σπείρειν, of lost labour, Thgn.106, 107: metaph.,καινοτάταις σ. διανοίαις Ar.V. 1044
;σ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Pl.Lg. 777e
;τοὺς ἐν γράμμασι κήπους Id.Phdr. 276d
.2 of procreation,ματρὸς.. σ. ἄρουραν A.Th. 754
;σ. τέκνων ἄλοκα E.Ph.18
;σ. λέχη Id. Ion64
; ἣν ἔσπειρε, i.e. his wife, Lib.Or. 37.9; v. supr. 1.2. -
18 στίλβω
A , Aristaenet.1.25:—glitter, gleam, of polished or bright surfaces,χιτῶνας.. ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ Il.18.596
; ;κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Od.6.237
; λαμπραὶ δ' ἀκτῖνες ἀπ' αὐτοῦ αἰγλῆεν στίλβουσι beam from him, h.Hom.31.11;ὀμμάτων στίλβειν ἄτο.. φλόγα B.17.55
; σ. ὅπλοις E.Andr. 1146; ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα, i.e. the λ upon the Spartan shields, Eup.359;σ. νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Ar.Av. 697
;σ. ἄνθει.. ἐπωμίδας Achae.4.3
;σ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Pl.Phd. 110d
, cf. Thphr. Sens.77;ἱμάτια στίλβοντα Ev.Marc.9.3
: abs., of gold, Pl.Ti. 59b; of sleek horses,σ. ὥστε κύκνου πτερόν E.Rh. 618
; of brilliant complexion, Theoc.2.79, etc.; of water in motion, Arist.Mete. 370a18; of the white gleam on the eye, Id.HA 561a32, Gal.16.610;ὁρᾶν τῷ στίλβοντι Thphr.Sens.26
; of fixed stars, opp. planets (exc. Mercury, v. στίλβων), twinkle, Arist.APo. 78a30, Cael. 290a18: c.acc. cogn., σ. ἀστραπάς flash lightning, E.Or. 480: metaph.,σ. ὁμηλικίην ἐρατεινήν Orph.A. 1115
.2 metaph., shine, be bright, E.Hipp. 194 (anap.).II trans.,=στιλπνόω, στίλβει πρόσωπον Dsc.1.84
(v.l. for στιλβοῖ); στίλψασα τὰς παρειὰς ἐντρίμματι Aristaenet.
l.c. -
19 σχίζω
Aσχίζον Pi.P. 4.228
: [tense] fut. : [tense] aor.ἔσχισα Od.4.507
([etym.] ἀπο-), h.Merc. 128, etc., [dialect] Ep. :—[voice] Pass., [tense] fut.σχισθήσομαι LXX Za. 14.4
: [tense] pf. ἔσχισμαι (v. infr.):—split, cleave,ῥινὸν ὀνύχεσσι Hes.
l.c.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i.e. divided them into twelve parts, h.Merc.l.c.; σ. νῶτον γᾶς, of the plough, Pi. l.c.;σχίσσαις κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα Id.N.9.24
; ;κάρα πελέκει S.
l.c.; esp. of wood, X.An. 1.5.12, etc.; of the wind,σ. περὶ πρῷραν τὰ κύματα Simon.25
(dub.); butπρῷρα σ. τὸ κῦμα Luc.Am.6
; [θάλασσα] σχιζομένη ταῖς κώπαις Placit.3.3.2
; ἔσχισε νῆα θάλασσα shattered it, AP9.40 (Zos.); σ. ὑποδήματα cut out, opp. νευρορραφεῖν, X.Cyr.8.2.5 (cf. πρόσχισμα); tear, ἱμάτιον Gloss.;τριβώνιον ἐσχισμένον BGU928.20
,22 (iii A.D.);οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν ὡς καὶ τὰ βρέφη Artem.1.13
.2 generally, part, separate, divide, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.l.c., cf. 4.49;σ. διχῇ τὸ γένος Pl.Sph. 264d
;κατὰ μῆκος Id.Ti. 36b
; σ. τὰς φλέβας divide them, ib. 77d:—[voice] Pass., ;φλὲψ σχιζομένη Hp.Art.20
;ἐσχίσθη ὁ ποταμός Hdt.1.75
; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Id.2.17, cf. 15 (soὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα AP12.199
(Strat.)); ;σχιζομένης τῆς ὁδοῦ Hdt.7.31
; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο the army divided, Id.8.34; of a bird's wings (cf. σχιζόπτερος), Arist.PA 642b28; of feet divided into toes (cf. σχιζόπους), Id.HA 494a12; and of various parts of the body, ib. 495b4, 507a13; branch off, ἀπὸ [τοῦ στελέχους] Thphr.HP1.1.9;φύλλα ἐσχισμένα εἰς έ μοίρας Dsc.4.41
.3 σχίζειν γάλα make milk curdle, i. e. separate the whey from the curds, Id.2.70; cf.σχίσις 2
.II metaph. of divided opinions,σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι Hdt.7.219
, cf. X.Smp.4.59;ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις Gal. 16.728
. (Cf. Lat. scindo, Goth. skaidan 'separate', etc.) -
20 τρέπω
Aτρέψω 15.261
, etc.: [tense] aor. 1ἔτρεψα 18.469
, etc., [dialect] Ep.τρέψα 16.645
: besides [tense] aor. 1 Hom. has [tense] aor. 2 ἔτρᾰπον, Od.4.294, al., also Pi.O.10(11).15 (sts. also intr., v. περιτρέπω 11 and perh. Il.16.657, cf. 111 fin.): [dialect] Aeol. [tense] aor. ἔτροπον, v. ἀνατρέπω: [tense] pf. , Anaxandr.51, ([etym.] ἀνα-) S.Tr. 1009 (lyr.), And.1.131; laterτέτρᾰφα Din.1.108
, ([etym.] ἀνα-) ib.30, D.18.296 (cod. S), Aeschin.1.190, 3.158 (but cf. Wackernagel Studien zum griech. Perf.15);ἐπι-τέτραφα Plb.30.6.6
:—[voice] Med., [tense] fut.τρέψομαι Hdt.1.97
, Hp.Prog.20, E. Hipp. 1066, etc.: [tense] aor.ἐτρεψάμην Od.1.422
, E.Heracl. 842: also [tense] aor. 2ἐτραπόμην Il.16.594
, Hdt.2.3, al. (used also in pass. sense, ([etym.] ἀν-) Il.6.64, 14.447, and once in [dialect] Att., ([etym.] ἀν-) Pl.Cra. 395d); imper. : [tense] pf. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.τρᾰπήσομαι Plu.Nic.21
, etc.; alsoτετράψομαι Ph.1.220
, ([etym.] ἐπι-) Pisistr. ap. D.L.1.54: [tense] aor.ἐτρέφθην Hom. Epigr.14.7
, once in Trag., E.El. 1046 (v. ἐπιτρέπω); [dialect] Ion.τραφθῆναι Od.15.80
, cf. Hdt.4.12: [tense] aor. 2 ἐτράπην [pron. full] [ᾰ] A.Pers. 1029 (lyr.), Ar.Ec. 416, etc.; ἐτρέπην ([etym.] ἐν-) UPZ5.24 (ii B. C.): [tense] pf. ; [ per.] 3pl.τετράφαται Thgn.42
, cf. Il.2.25 ([etym.] ἐπι-); [ per.] 3sg. imper.τετράφθω 12.273
; part.τετραμμένος 19.212
, etc.: [tense] plpf., [dialect] Ep. [ per.] 3sg.τέτραπτο Od.4.260
; [ per.] 3pl.τετράφατο Il.10.189
.—From the [tense] aor. 2 has been formed the [tense] pres. ἐπιτρᾰπέουσι, ib. 421; cf. τραπητέον.—The [dialect] Ion. forms used by Hdt. are [tense] pres. [voice] Pass.τράπονται 6.33
, al.; [ per.] 3sg. [tense] impf.τρέπεσκε 4.128
; [tense] aor. [voice] Pass.τραφθείς 9.56
; but [tense] fut. ἐπιτράψομαι is f. l. in 3.155, and in the [tense] pres. [voice] Act. and [voice] Pass. codd. vary (both forms in codd. of 2.92 ([voice] Act.),τρέπεται 1.117
,τράπεται 4.60
):—[dialect] Dor. forms, [full] τράπω EM114.19; [tense] fut. ([place name] Crete):— turn or direct towards a thing, Hom., etc.; mostly folld. by a Prep.,τ. [φύσας] ἐς πῦρ Il.18.469
;ἐς ποταμὸν φλόγα 21.349
; εἰς εὐνὴν τράπεθ' ἥμεας show us to bed, Od.4.294 (perh. with a punning reference to ταρπώμεθα in next line); (as though τραπείομεν in Il.3.441 belonged to τρέπω and not to τέρπω; unless there is a pause after λέκτρονδε); θυμὸν εἰς ἔργον τ. Hes.Op. 316
;εἰς ἐχθροὺς βέλος A.Th. 255
;πόλεις ἐς ὕβριν Th.3.39
;τὸν ἄνθρωπον.. εἰς ἀθυμίαν D.23.194
;πρὸς ἠέλιον κεφαλήν Od.13.29
;πρὸς ὄρος πίονα μῆλα 9.315
;πρὸς εὐφροσύναν ἦτορ Pi.I.3.10
;τὰς γνώμας πρὸς χρηματισμόν Pl.Ep. 355b
; alsoἐπ' ἐμπορίην θυμόν Hes.Op. 646
, cf. Pl. Phdr. 257b, R. 508c;δᾶμον ἐς ἡσυχίαν Pi.P.1.70
;ἐπ' ἐχθροῖς χεῖρα S.Aj. 772
;κατὰ πληθὺν τ. θυμόν Il.5.676
;ἀντίον Ζεφύρου πρόσωπον Hes.Op. 594
: with Advbs.,πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Il.12.24
;οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ.. τ. ἔπος S.Ph. 897
;ἐνταῦθα σὴν φρένα E.IT 1322
; τὴνδιάνοιαν ἄλλοσε Pl.R. 393a
;ἐκεῖσε τ. τὰς ἡδονάς Id.Lg. 643c
;ἐπὶ τὴν θεραπείαν τὸν λόγον Sor.2.23
: c. inf., σέ.. ἔτραπε.. ὀργὰ παρφάμεν led thee to speak crookedly, Pi.P.9.43:—also in [voice] Med.,τραπέσθαι τινὰ ἐπί τι Pl.Euthd. 303c
, cf. Chrm. 156c:—[voice] Pass.,κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος Il.19.212
.2 [voice] Pass. and [voice] Med., turn one's steps, turn in a certain direction,τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα Od.15.80
;τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Hdt. 9.56
;ἐς Θήβας ἐτραπόμην Id.2.3
; ἐπὶ Προκόννησον, ἐπ' Ἀθηνέων, Id 6.33, 5.57: with Advbs., ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο which way to turn, A. Pers. 459;ἀμηχανῶ.. ὅπᾳ τράπωμαι Id.Ag. 1532
(lyr.);πᾷ τις τράποιτ' ἄν; Id.Ch. 409
(lyr.);ποῖ τρέψομαι; E.Hipp. 1066
, cf. X.An.3.5.13;ποῖ χρὴ τραπέσθαι; Lys.29.2
: c. acc. cogn., τραπέσθαι ὁδόν take a course, Hdt.1.11, cf. 9.69, Pl.Sph. 242b;πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη Th.5.10
; .3 in [voice] Pass. and [voice] Med. also, turn or betake oneself, εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od.1.422, 18.305;ἐπὶ ἔργα Il.3.422
, etc.; ἐπ' ἀναιδείην Hom Epigr.14.7;ἐπὶ σωφροσύνην Thgn.379
;ἐπὶ ψευδέα ὁδόν Hdt.1.117
;ἐπὶ φροντίδας E.IA 646
;ἐφ' ἁρπαγήν Th.4.104
;ἐπ' εἰρήνην X.HG4.4.2
;ἐς τὸ μαίνεσθαι S.OC 1537
;ἐς ἀλκήν Th.2.84
;εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας X.HG6.5.30
;κατὰ θέαν τετραμμένοι Th.5.9
;πρὸς ἀλκήν Hdt.3.78
;πρὸς τὸ κέρδιον τραπείς S.Aj. 743
;πρὸς λῃστείαν Th.1.5
;πρὸς ἄριστον τετρ. Hdt.1.63
;πρὸς τὸν πότον Pl.Smp. 176a
, etc.; also τ. πρός τινα betake oneself, have recourse to him, Cratin.152, X.An.4.5.30, Pl.Prt. 339e;ἐφ' ἱκετείαν τ. τῶν διωκόντων Id.Ap. 39a
.4 [voice] Pass. and [voice] Med., of places, to be turned or look in a certain direction,πρὸς ζόφον Od. 12.81
; πρὸς ἄρκτον, πρὸς νότον, etc., Hdt. 1.148, Th.2.15, etc.; alsoπρὸς τοῦ Τμώλου Hdt.1.84
; ἄντ' ἠελίου τετρ. straight towards, Hes. Op. 727.II turn, i. e. turn round or about, πάλιν τρέπειν turn back,ἵππους Il.8.432
; τινα ib. 399; ὄσσε, δόρυ, 21.415, 20.439; τὰ καλὰ τ. ἔξω turn the best side outmost, show the best side (of a garment), Pi.P.3.83:—[voice] Pass.,πάλιν ἐτράπετ' Il.21.468
;μή τις ὀπίσσω τετράφθω 12.273
; c. gen., turn from..,υἷος 18.138
; ἐτράπετ' αἰχμή the point bent back, like ἀνεγνάμφθη, 11.237; of the sun having passed the meridian,πόστην ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr. 163
, cf. Antig. Mir.60; also of the solstice, ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται [ὁ ἥλιος] (v.τροπή 1
) X.Mem.4.3.8, cf. Pl.Lg. 915d;τραπείσης τῆς ὥρας Arist. HA 628b26
:—intr. in [voice] Act., περὶ δ' ἔτραπον ὧραι, v. περιτρέπω 11.2 τ. τι εἴς τινα turn upon another's head, τ. τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα, Is.8.41, D.8.57; freq. in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833, cf. Hdt.2.39; εἰς σεαυτὸν τρεπέσθω on your head be it! IG4.444 ([place name] Phlius);ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τέλος; A.Eu. 434
; keep your ills to yourself,Ar.
Ach. 1019, Nu. 1263;πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς τρέψεσθε Lys.8.19
.3 alter, change,φρένας Il.6.61
;τὰς γνώμας X.An.3.1.41
; [τὸ χρῶμα] Sor.1.35; [ τὸ γάλα] ib.92;ἔτραπεν κεῖνον μισθῷ χρυσός Pi.P.3.55
; deceive, Archil.166;ἐς κακὸν τ. τινά Pi.P.3.35
; (troch.); , cf. Hdt.7.105, etc.: [voice] Med., πρὸς τὰς ξυμφορὰς τὰς γνώμας τρέπεσθαι shift their views, Th.1.140, cf. Plu. 2.71e, etc.:—[voice] Pass., to be changed,τρέπεται χρώς Il.13.279
, cf. Od. 21.413, Hes.Op. 416; τὴν χρόαν τρέπεσθαι, of animals, Plu.2.51d; τῷ χρώματι τρεπομένας, of women, Sor.1.35 (so abs., of a man, Id.Vit.Hippocr.5);ὁ οὕτω τρεπόμενος σφυγμός Gal.18(2).40
;τρέπεται νόος Od.3.147
;νόος ἐτράπετ' 7.263
;Διὸς ἐτράπετο φρήν Il.10.45
;τράπομαι καὶ τὴν γνώμην μετατίθεμαι Hdt.7.18
; ὁρῶν αὐτοὺς τετραμμένους seeing that they had changed their minds, Id.9.34, cf. Th.4.106;ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου Ar.V. 986
: c. inf.,κραδίη τέτραπτο νέεσθαι Od.4.260
;ἐτράποντο.. τῷ δήμῳ.. τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Th. 2.65
: c. acc. cogn.,πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90
; οἶνος τρέπεται the wine turns, becomes sour (v. τροπίας), S.E. P.1.41;ἡ ξανθὴ χολὴ.. εἰς τὸν ἰώδη τρέπεται χυμόν Gal.16.534
; ἡ ἀδελφὴ ἐπὶ τὸ κομψότερον ἐτράπη has taken a turn for the better, POxy.935.5 (iii A. D.); ἐπὶ τὸ ῥᾷον ἔδοξεν τετράφθαι ib.939.17 (iv A. D.); τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς ἄπορον τραπέντος having become destitute, PMeyer 8.14 (ii A. D.):—intr. in [voice] Act.,τοῦ ἄρχοντος τρέποντος εἰς δεσπότην Ph.2.562
.III turn or put to flight, rout, defeat,τρέψω δ' ἥρωας Ἀχαιούς Il.15.261
;ἔτρεψε φάλαγγας Tyrt.12.21
, cf. Pi.O.10 (11).15, Hdt.1.63, 4.128, Th.1.62, 4.25,33, etc.; in full,φύγαδε τ. Il.8.157
;εἰς φυγὴν ἔτρεψε τοὺς ἑξακισχιλίους X.An.1.8.24
;τρέψαι καὶ ἐς φυγὴν καταστῆσαι Th.7.43
(but they fled,E.
Supp. 718):—[voice] Med., [tense] pres., X.An.5.4.16, J.AJ13.2.4, Plu.Cam.29: [tense] fut., Ar.Eq. 275 (troch.): [tense] aor. 1, E.Heracl. 842, X.An.6.1.13:—[voice] Pass., to be put to flight, [tense] aor. 2 (lyr.), X.Cyr.5.4.7 (v.l. ἐτράποντο), etc.: also [tense] aor. 1ἐτρέφθην Id.An.5.4.23
, HG3.4.14, Cyn.12.5: [tense] aor. 2 [voice] Med.ἐτραπόμην Hdt.1.80
, 9.63, etc.;ἐς φυγὴν τραπέσθαι Id.8.91
, Th.8.95;τραπόμενοι κατέφυγον Id.4
54;φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο X.An.4.8.19
;ἐτράποντο φεύγειν Plu.Lys. 28
, Caes.45: rarely in [tense] pf. [voice] Pass.,τετραμμένου φυγᾷ γένους A.Th. 952
(lyr.):—also intr. in [voice] Act.,φύγαδ' ἔτραπε Il.16.657
(unless it governs δίφρον).IV turn away, keep off, ;τ. τινὰ ἀπὸ τείχεος 22.16
;ἑκάς τινος Od.17.73
([voice] Med.);τῇ.. νόον ἔτραπεν 19.479
: abs.,ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε Il.4.381
; of weapons,βέλος.. ἔτραπεν ἄλλῃ 5.187
;ἀπὸ ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes. Sc. 456
.VI turn, apply,τ. τι ἐς ἄλλο τι Hdt.2.92
; τὰς ἐμβάδας ποῖ τέτροφας; what have you done with your shoes? Ar.Nu. 858;τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας; Anaxandr. 51
:—[voice] Pass.,ποῖ τρέπεται.. τὰ χρήματα; Ar.V. 665
(anap.).
См. также в других словарях:
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
φλόγα — η 1. γλώσσα φωτιάς που ακτινοβολεί φως και θερμότητα: Τα ξύλα στο τζάκι βγάζουν φλόγα. 2. το κατακόκκινο χρώμα, η κοκκινάδα: Ντράπηκε και τα μάγουλά της πήραν φλόγα. 3. μτφ. (για ψυχικά φαινόμενα), έξαψη, θέρμη, ορμή, παραφορά: Η φλόγα του έρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλόγα — φλόξ flame fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλόγ' — φλόγα , φλόξ flame fem acc sg φλόγε , φλόξ flame fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
пламы — ПЛАМ|Ы (164), ЕНЕ с. 1.Пламя, огонь: ѡ||баче къ нѥмѹ не приближитес˫а да не пожьжеть вы пламень дьржѧ въ ѹстѣхъ. (φλόγα) ЖФСт к. XII, 134–135; пламень великъ зѣло. ѿ вьрьха цр҃квьнааго ишьдъ… прѣиде на дрѹгыи хълъмъ. ЖФП XII, 56а; ини же видѧхѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ασετιλίνη — Αέριο με χαρακτηριστικά δυσάρεστη οσμή, που παράγεται όταν στο κοινό ανθρακασβέστιο επιδράσει νερό. Η αντίδραση είναιπολύ ζωηρή ακόμα και στη συνηθισμένη θερμοκρασία. Η α. είναι εύφλεκτη και εκρηκτική και δίνει μια φλόγα πλούσια σε καπνό. Παρά τα … Dictionary of Greek
σ, συγκόλλησης — Συσκευή συγκόλλησης που αποτελείται από μεταλλικό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε ράμφος, που συνδέεται με δύο εύκαμπτους αγωγούς, οι οποίοι διατρέχονται ένας από οξυγόνο και ο άλλος από το καύσιμο που τροφοδοτεί τη φλόγα. Ανάλογα με το καύσιμο που … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek